συνυφίστημι

συνυφίστημι
ΜΑ [ὑφίστημι]
παθ. συνυφίσταμαι
συνυπάρχω
1. αρχ. προσδίδω υπόσταση σε κάτι, τό κάνω να υπάρχει
2. μέσ. επιχειρώ ή αναλαμβάνω να κάνω κάτι από κοινού με άλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνυφίστημι — σύν ὑφίστημι place pres ind act 1st sg σύν ὑφιστάω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • συνυπόστασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [συνυφίστημι] συνύπαρξη …   Dictionary of Greek

  • συνυπόστατος — ον, Α [συνυφίστημι] αυτός που συνυπάρχει με κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”